ανασεισμός

ανασεισμός
ο
1) см. ανάσεισμα; 2) угрожающий жест, угроза

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανασεισμός" в других словарях:

  • ἀνασεισμός — threatening gestures masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάσεισις — ἀνάσεισις, η κ. ἀνάσεισμα, το κ. ἀνασεισμός, ο (Α) (Ν ανάσεισμα κ. ανασεισμός) η ενέργεια που εκφράζει το ανασείω*, απειλητική ανύψωση (όπλου) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»